- ξυστιδωτός
- ξυστῐδωτός (sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II)A garment with ornament in strigil form (<*>), IG22.1514.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυστιδωτός — ξυστιδωτός, ὁ (Α) (ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. ωτός (πρβλ. αλυσιδ ωτός, λεπιδ ωτός)] … Dictionary of Greek